τορμίσκος

τορμίσκος
ο, Ν
τεχνολ.
1. μικρός τόρμος, προεξοχή, δόντι σε μηχάνημα ή σε σκεύος
2. φρ. «ανασταλτικός τορμίσκος» — μικρή προεξοχή που εμποδίζει την ανάστροφη περιστροφή οδοντωτού τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Γουλιμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”